- ορθολογισμός
- I
(Αρχιτ.). Στην αρχιτεκτονική, τάση που θεωρείται θεμελιώδης στις σύγχρονες εξελίξεις της ευρωπαϊκής και εξωευρωπαϊκής τέχνης. Το προσόν της είναι ότι προώθησε έναν ενιαίο και νέο ρυθμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και των εφαρμοσμένων τεχνών, καθώς και στο πεδίο των πολεοδομικών αντιλήψεων. Πρώτοι εκπρόσωποι του ήταν ο Λε Κορμπυζιέ, ο Μιες βαν ντερ Ρόε, ο Άουντ καθώς και, έως ένα βαθμό, ο Έρικ Μέντελσον, αν και είναι περισσότερο γνωστός ως εξπρεσιονιστής· το κίνημα από το 1928 και έπειτα βρήκε στο Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (Congres International d’ Architecture Moderne - C.I.A.M.) τη μόνιμη και δραστήρια οργάνωση των διεθνών επαφών. Οι θεωρητικές βάσεις της συνοψίζονται έτσι: το σχέδιο, που πρέπει να στηρίζεται σε αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών, προτάσσει μια αλλαγή των στοιχείων που ενσωματώνεται στα προϋπάρχοντα δεδομένα κι επομένως και στην ίδια την κοινωνία, προκαλώντας βαθιές μεταβολές. Έτσι ο αρχιτέκτοναςαποβλέπει σε ένα συγχρονισμό της ανάπτυξης της τεχνικής και της βιομηχανίας (από όπου και η σημαντικότατη λειτουργία του «βιομηχανικού σχεδίου» - Industrial design). To σχέδιο, ως βάση της αρχιτεκτονικής, έχει αποστολή να εκφράσει, στη διαλεκτική συνέχεια των χώρων, τον νέο τρόπο ζωής της βιομηχανικής εποχής. Απορρίπτοντας λοιπόν τα προκαθορισμένα επιπεδομετρικά σχήματα, τις πλαστικές διακοσμήσεις που προσθέτονται στα οικοδομήματα, τις καμπύλες γραμμές, τα τόξα, τις στήλες, οι oρθολογιστές παρουσίασαν νέες απλές μορφές και στοιχειώδη ανοίγματα, τετραγωνισμένα ή οριζόντια, με μεγάλες διαστάσεις, ενώ η επένδυση ήταν λεία και ομοιόμορφη και χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό νέα υλικά. Από το ένα μέρος δημιουργήθηκε ένα νέο είδος, που χαρακτηρίζεται από μια λειτουργική γραμμή στη διάταξη των εσωτερικών χώρων, και από το άλλο η πάλη για τη δημιουργία μιας πόλης νέου τύπου, το σχέδιο της οποίας δεν θα στηριζόταν στην κερδοσκοπία αλλά στον επιστημονικό υπολογισμό που θα προέβλεπε την ανάπτυξη του πολεοδομικού ιστού (τη δυνατότητα εργασίας στις διάφορες ζώνες, την ισορροπία ανάμεσα στις κατοικίες, στις βιομηχανίες, στους χώρους αναψυχής, στα δημόσια γραφεία, στις τεχνικές ανάγκες της συγκοινωνίας κλπ.). Υπο-δειγματικό, αλλά μοναδικό, ήταν το ρυθμιστικό σχέδιο του Άμστερνταμ του 1934. Παρόλη του τη ζωτικότητα –που αποδείχτηκε από την επίδρασή του στο οργανικό κίνημα– το ορθολογιστικό κίνημα αντικαταστάθηκε μετά το 1934, μαζί με την επικράτηση του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη, από τη νέα αρχιτεκτονική των καθεστώτων αυτών, που επιζητούσε όχι ορθολογιστικό αλλά μνημειακές και ρητορικές λύσεις. Φεύγοντας από τη Γερμανία, ο Γκρόπιους και ο Μιες βαν ντερ Ρόε εγκαταστάθηκαν στην Αμερική, όπου δημιούργησαν ένα νέο ορθολογιστικό κύμα, το δεύτερο, που έλαβε υπόψη του τη σχολή του Σικάγου.Στην Ελλάδα αρχιτεκτονικά δείγματα της εποχής του ο. αποτελούν τα σχολικά κτίρια της περιόδου 1930-35, κυρίως εκείνα των πόλεων.II(Φιλοσ.). Χαρακτηρισμός κάθε φιλοσοφικής θεωρίας που πιστεύει ότι η δομή της πραγματικότητας είναι απόλυτα λογική, τέτοια δηλαδή που να μπορεί να την αντιληφθεί ολοκληρωτικά το λογικό του ανθρώπου. Η καθιερωμένη μορφή του, που κυριάρχησε, και περισσότερο στη δυτική φιλοσοφική σκέψη, είναι ο πλατωνισμός. Η αληθινή πραγματικότητα δεν είναι ο εμπειρικός ή αισθητός κόσμος. Εκείνο που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις είναι μόνο απατηλό φαινόμενο. Η αληθινή πραγματικότητα είναι όμως οι νοητές ουσίες, οι καθολικές ενότητες, που βρίσκονται κρυμμένες και αόρατες πίσω από τις φευγαλέες επιφάσεις του υλικού και ενσώματου κόσμου. Στην ουσία της, η πραγματικότητα έχει ως θεμέλιο και υπόστρωμα τις ιδέες, τα λογικά αρχέτυπα, των οποίων αντίτυπα μόνο απατηλά και ατελή είναι τα πράγματα. Όταν, με την άσκηση, ο άνθρωπος κατορθώνει vα απελευθερωθεί από τα εμπόδια των αισθήσεων, μπορεί να φτάσει με τη λογική, στην πλήρη και τέλεια γνώση αυτής της πραγματικότητας. Η λογική σκέψη, η ορθολογική γνώση, είναι πλήρης σύμπτωση με την πραγματικότητα, γιατί η ίδια η ύπαρξη είναι, στην ουσία της, λόγος. Με την έννοια αυτή ο ο. είναι λογικός ρεαλισμός, ρεαλισμός των καθολικών εννοιών. Οι ιδέες, οι έννοιες, πριν γίνουν καθολικές έννοιες στο νου του ανθρώπου, είναι ουσίες που υπάρχουν στην πραγματικότητα. Στη νεότερη φιλοσοφία, ο ο. αυτός (που, μετά τον Καντ, συνηθίζεται να λέγεται δογματικός) αποκορυφώνεται στον καρτεσιανισμό και στα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα του 17ου αι. Η γνώση της πραγματικότητας δεν δίνεται από την εμπειρία, δεν έχει την πηγή της στον αισθητό κόσμο: ενυπάρχει σε αρχικές ή έμφυτες ιδέες, που έχουν αποτυπωθεί στην ανθρώπινη ψυχή από τον θεό και που είναι ήδη από μόνες τους η αληθινή πραγματικότητα και η γνήσια αντανάκλαση της. Από αυτό πηγάζει ο απριορισμός στη γνωσιολογία. Η γνώση δεν προέρχεται από τη συνάντηση του λογικού και της εμπειρίας, δεν παράγεται από την ένωση των αισθητών δεδομένων με τη διάνοια, αλλά αντίθετα είναι πάντα στο νου του ανθρώπου πριν και ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία. Και με αυτή όμως τη μεταφυσική μορφή του ο ο. έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τη θρησκευτική παράδοση, τόσο γιατί αρνείται να δεχτεί αλήθειες εξ αποκαλύψεως, που αντιτάσσονται στη λογική, όσο και για την προσπάθεια του να λογικοποιήσει την ίδια την αποκάλυψη, ελευθερώνοντας την από ό,τι φαίνεται μόνο σκοταδισμός ή πρόληψη. Από το γεγονός αυτό προήλθαν οι πρώτες προσπάθειες ιστορικής και φιλολογικής κριτικής των πηγών της Αγίας Γραφής και, κυρίως, η τάση της αναγωγής όλων των μεγάλων θρησκειών σε λίγες κοινές λογικές αρχές, πάνω από τις θεολογικές διαμάχες και τις δογματικές διαφορές. Με την ανάπτυξη των νεότερων φυσικών επιστημών, κυρίως από τον 18o αι., ο ο. ελευθερώνεται προοδευτικά από τις παλιές μεταφυσικές συναρτήσεις του, για να πάρει ολοένα και περισσότερο, κυρίως με τον Διαφωτισμό, ενεργό και πειραματικό χαρακτήρα. Ο όρος ορθολογισμός αρχίζει να χαρακτηρίζει τότε το σύνολο εκείνο αξιών και διανοητικών τάσεων, που συνδέονται στενά με την ανάπτυξη της νεότερης επιστήμης και που είναι: η εμπιστοσύνη στο ότι μπορούμε να φτάσουμε, σταδιακά, με την ανθρώπινη λογική και με τον έλεγχο της εμπειρίας, στην ικανότητα να γνωρίζουμε και να ρυθμίζουμε τον κόσμο, η πεποίθηση πως δεν υπάρχουν ανεξερεύνητες πραγματικότητες, γεγονότα που δεν μπορούμε να εννοήσουμε, η πίστη πως μια λογική συμπεριφορά μπορεί να βελτιώσει και να αλλάξει όχι μόνο την κοινωνία και τη φύση αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο. Με τη νέα αυτή και πιο συγχρονισμένη εκδοχή, που εμφανίζεται ήδη με όλη τη μεταρρυθμιστική δύναμή της στον Διαφωτισμό και που επαναλήφθηκε κατόπιν, ως ένα μέρος, από τον θετικισμό του 19ου αι. και, πληρέστερα, σε μερικά νεοδιαφωτιστικά ρεύματα της σύγχρονης σκέψης, ο ο. παρουσιάζεται όλο και εντονότερα ως πολέμιος του φιντεϊσμού (θεωρίας της πίστης) και της θεωρίας της ενόρασης, δηλαδή των αντιλογικοκρατικών εκείνων τάσεων, που ή αρνούνται τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον κόσμο ή αναθέτουν τη γνώση αυτή στο αίσθημα, στην άμεση εποπτεία, στη θρησκευτική έμπνευση κλπ. Μεγάλο μέρος της επίδρασης του στον σύγχρονο κόσμο οφείλει ο ο. τόσο στην προοδευτική τυποποίηση των κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεων ανταλλαγής, που ρυθμίζονται από συμβατικές και νομικές μορφές, όσο και στην ανάπτυξη, με τις σύγχρονες μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, της επιχειρηματικής λογιστικής, των αναλύσεων της αγοράς και, γενικά, όλων των στοιχείων του οικονομικού υπολογισμού. Οι ίδιοι όμως αυτοί λόγοι αποτελούν και την πηγή των αμφισβητήσεων του o., ως συμβατικού οργάνου των κυρίαρχων τάξεων εις βάρος της ανθρώπινης ελευθερίας.
Τα εργοστάσια Fagus στο Άλφελντ της Ομ. Γερμανίας. Τα σχεδίασαν οι Β. Γκρόπιους και Α. Μάγερ. Όψη και κάτοψη και δεξιά, το κύριο σώμα.
Σχεδιάγραμμα της πρόσοψης της έπαυλης Στάιν (δεξιά), έργο του Λε Koρμπυζιέ.
Σχεδιάγραμμα της πρόσοψης της έπαυλης Στάιν (δεξιά), έργο του Λε Koρμπυζιέ.
* * *ο1. το να σκέπτεται και να κρίνει κανείς σύμφωνα με τις επιταγές τού ορθού λόγου2. (φιλοσ.) γνωσιολογική θεωρία και μέθοδος έρευνας που θεωρεί τον λόγο ως κύρια πηγή και έλεγχο τής γνώσης, τείνει να μη λαμβάνει υπ' όψιν της την κατ' αίσθηση εμπειρία, σε αντιδιαστολή με την εμπειριοκρατία, και υποστηρίζει ότι υπάρχουν αλήθειες τις οποίες ο νους μπορεί να συλλάβει άμεσα, γιατί είναι αφ' εαυτών προφανείς και πρόδηλες3. φρ. α) «θρησκευτικός ορθολογισμός»(φιλοσ.) αντίληψη που προβάλλει τις αξιώσεις τού ορθού λόγου έναντι τών αξιώσεων τής αποκάλυψης και τής αυθεντίας, υποστηρίζει ότι οι θεμελιώδεις αρχές τής θρησκείας είναι έμφυτες και αφ' εαυτών προφανείς και τονίζει τη σημασία τής φυσικής θρησκείας έναντι τής εξ αποκαλύψεως θρησκείαςβ) «ηθικός ορθολογισμός» — αντίληψη που υποστηρίζει την εφαρμογή τού επιστημολογικού ορθολογισμού στον τομέα τής ηθικής και θεωρεί ότι οι θεμελιώδεις ηθικές ιδέες είναι έμφυτες και οι πρώτες αρχές τής ηθικής είναι αφ' εαυτών φανερέςγ) «κριτικός ορθολογισμός» — σύγχρονο ρεύμα τού ορθολογισμού, οι κύριοι εκπρόσωποι τού οποίου υποστηρίζουν ότι οι προτάσεις τών επιστημών δεν είναι δυνατόν ούτε να αποδειχθούν ούτε να επαληθευθούν, αλλά διατυπώνονται μάλλον ως υποθέσεις και ισχύουν ώς την ενδεχόμενη διάψευσή τους — αρχή η οποία μπορεί να επεκταθεί τόσο στη θεολογία όσο και στη φιλοσοφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθός + λόγος + -ισμός*. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική τού γερμ. Rationalismus και μαρτυρείται από το 1852 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].
Dictionary of Greek. 2013.